ἐξοικονομήσῃ

ἐξοικονομήσῃ
ἐξοικονομήσηι , ἐξοικονόμησις
alienation
fem dat sg (epic)
ἐξοικονομέω
eliminate
aor subj mid 2nd sg
ἐξοικονομέω
eliminate
aor subj act 3rd sg
ἐξοικονομέω
eliminate
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εξοικονόμηση — η (AM ἐξοικονόμησις) [εξοικονομώ] εξεύρεση τών αναγκαίων («ἐξοικονόμηση χρημάτων») …   Dictionary of Greek

  • εξοικονόμηση — η η εξεύρεση των αναγκαίων, η πρόχειρη ικανοποίηση των αναγκών, το βόλεμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μετρό της Αθήνας — Σύγχρονος υπόγειος σιδηρόδρομος της Αθήνας. Αποτελείται από δύο γραμμές που καλύπτουν τις διαδρομές Σεπόλια –Ομόνοια –Σύνταγμα –Δάφνη (Γραμμή 2) και Εθνική Άμυνα –Σύνταγμα (Γραμμή 3). Τον Απρίλιο του 2003 δόθηκε στην κυκλοφορία το τμήμα της… …   Dictionary of Greek

  • βιοπαλεύω — και παλαίω μοχθώ για την εξοικονόμηση των αναγκαίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βιοπαλεύω < βίος + παλεύω < πάλη + εύω και ο τ. βιοπαλαίω < βίος + παλαίω, που μαρτυρείται από το 1893 στον Θ. Βελλιανίτη] …   Dictionary of Greek

  • γλυπτική — Σήμερα ονομάζεται γενικά γ., η τέχνη της δημιουργίας ανάγλυφων και oλόγλυφων μορφών. Ο όρος όμως περικλείει δύο ουσιαστικά αντίθετες έννοιες· την καθαυτό γ., εκείνη που, όπως έλεγε ο Μιχαήλ Άγγελος, «προχωρεί με αφαιρέσεις του περιττού υλικού… …   Dictionary of Greek

  • δείκτης — Αυτός που δείχνει· κάθε όργανο μέτρησης που χρησιμεύει για να δείχνει· ένας ενδεικτικός αριθμός. (Ανατ.) Το δεύτερο, μετά τον αντίχειρα, δάχτυλο του χεριού του ανθρώπου, που ονομάστηκε έτσι γιατί συνήθως χρησιμοποιείται για να δείχνει. (Μαθημ.) Δ …   Dictionary of Greek

  • διοίκηση — Κάθε δραστηριότητα που αναπτύσσουν τα άτομα και οι διάφοροι δημόσιοι ή ιδιωτικοί οργανισμοί για τη συστηματική και συνεπή διεύθυνση και διαχείριση των υποθέσεών τους. Ωστόσο, σήμερα o όρος τείνει να χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά για τις… …   Dictionary of Greek

  • εξεύρεση — η (AM ἐξεύρεσις) [εξευρίσκω] επινόηση, ανακάλυψη («εξεύρεση λύσης») νεοελλ. η εξοικονόμηση, ο προσπορισμός μετά από αναζήτηση («εξεύρεση λύσης») αρχ. 1. αναζήτηση 2. εφεύρεση …   Dictionary of Greek

  • εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”